- θήιος
- θήιος, -ία, -ον, (Α)(επικ. τ.) βλ. θείος (I).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
дед — род. п. деда, укр. дiд, блр. дзед, ст. слав. дѣдъ πρόγονο (Супр.), болг. дядо, сербохорв. дjе̏д, словен. dėd, род. п. dėda, чеш. děd, слвц. ded, польск. dziad, в. луж. dzěd, н. луж. zěd старик . Родственно лтш. dè̯ds старик, чучело ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… … Dictionary of Greek